σχολιαστῇ

σχολιαστῇ
σχολιαστής
scholiast
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ίφυον — ἴφυον, τὸ (Α) (κατά τον Σχολιαστή τού Αριστοφ.) είδος άγριου λάχανου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • εξάργματα — ἐξόργματα, τα (Α) [εξάρχομαι] τα πρώτα τεμάχια, τα μέλη που κόβονταν από το σώμα τού θύματος, τα ακρωτηριάσματα («ἥρως δ Αἰσονίδης ἐξάργματα τάμνε θανόντος», [Απολλ. Ρόδ.] κατά τον Σχολιαστή, «οἱ δολοφονοῡντες... ἀκρωτηριάσματά τινα ἐποίουν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • ευπέμπελος — εὐπέμπελος, ον (Α) η λ. μόν. στον Αισχύλ. αυτός που αποπέμπεται, που αποδιώχνεται εύκολα, που καθαιρείται, που καταπατείται εύκολα («αὗται, δηλ. αἱ Εὐμενίδες, ἔχουσι μοῑραν οὐκ εὐπέμπελον» έχουν τέτοιο αξίωμα, ώστε να μην αποπέμπονται εύκολα,… …   Dictionary of Greek

  • κακολιμένιστος — κακολιμένιστος, ον (Α) γλώσσα αρχαίου σχολιαστή ως ερμηνεία τού άνορμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + λιμενίζω] …   Dictionary of Greek

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • παρεγκύκλημα — τὸ, Α 1. εμβόλιμο διαλογικό ή χορικό μέρος ανάμεσα στα επεισόδια ενός δράματος 2. σκηνικές οδηγίες γραμμένες από γραφέα ή σχολιαστή στο περιθώριο χειρογράφου ενός δραματικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκύκλημα] …   Dictionary of Greek

  • σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • τετράθετος — ον, Α (κατά τον σχολιαστή στην Ιλ.) «τέσσαρας θέσεις ἔχων ἐπαλλήλους». [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. πεντά θετος] …   Dictionary of Greek

  • τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • χοιρόθλιψ — ιβος, ὁ, ἡ, Α (σε σχολιαστή τού Αριστοφ.) «χοιρόθλιβα τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον ἀποθλίβοντα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος «γυναικείο αιδοίο» + θλιψ (< θλίβω «λειώνω, συντρίβω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”